- ἱερεύσιμος
- ἱερ-εύσιμος, ον,A fit for sacrifice, Plu.2.729d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερεύσιμος — ἱερεύσιμος, ον (Α) [ιέρευσις] ο κατάλληλος για θυσία («ἰχθύων θύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἱερεύσιμος — fit for sacrifice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)